Eυρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή


SOC/115

"Οικονομική συμμετοχή των εργαζομένων"


Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2003
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

για την

"Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών «Για ένα πλαίσιο προώθησης της οικονομικής συμμετοχής των εργαζομένων»"


COM(2002) 364 τελικό






Εισηγητής: ο κ. SEPI







- -
?/?









- -
CESE 284/2003 - ΔΣ/ΣΧ/εκ
Στις 5 Ιουλίου 2002, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την

"Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών: «Για ένα πλαίσιο προώθησης της οικονομικής συμμετοχής των εργαζομένων»"
COM(2002) 364 τελικό.

Το ειδικευμένου τμήμα ?Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη?, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, κατήρτισε τη γνωμοδότησή του με βάση εισηγητική έκθεση του κ. SEPI στις 5 Φεβρουαρίου 2003.

Στις 26 Φεβρουαρίου 2003, κατά τη διάρκεια της 397ης συνόδου ολομέλειας, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 98 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 6 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση :


*

* *

Εισαγωγή

Το θέμα της οικονομικής συμμετοχής των εργαζομένων στα κέρδη και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών πρωτοβουλιών στο κοινοτικό επίπεδο με σκοπό να υποστηριχθεί και να ενθαρρυνθεί η δράση των εθνικών κυβερνήσεων και των κοινωνικών εταίρων προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την διάδοση αυτής της μορφής συμμετοχής. Υπενθυμίζουμε σχετικά τις εργασίες του Ιδρύματος για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας που συνέβαλαν στην αύξηση των γνώσεων γύρω από τα θέματα αυτά και στην σημαντική εμβάθυνσή τους. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόκειται να εγκρίνει έκθεση για τα θέματα αυτά, επί των οποίων πραγματοποιήθηκε εποικοδομητική αντιπαράθεση με την ΕΟΚΕ.

Με την ανακοίνωση που αποτελεί το αντικείμενο αυτής της γνωμοδότησης η Επιτροπή επιχειρεί να επαναλάβει και ενισχύσει την κοινοτική πρωτοβουλία για το θέμα αυτό στο φως της στρατηγικής που ορίστηκε στην Διάσκεψη Κορυφής της Λισσαβώνας, τον Μάρτιο του 2001, η οποία έθεσε στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω της ανάπτυξης των γνώσεων και της κοινωνικής συνοχής.

Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την Ανακοίνωση της Επιτροπής έχοντας την πεποίθηση ότι η οικονομική συμμετοχή μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή στρατηγική και ότι είναι σκόπιμο να εξεταστούν σε βάθος οι συνθήκες που διέπουν τις δυνατότητες εφαρμογής της, στις διάφορες μορφές της, εξετάζοντας δεόντως τις ευκαιρίες αλλά και τους κινδύνους και τις δυσκολίες που συνδέονται με αυτήν.

Περιεχόμενο της Ανακοίνωσης

Η Ανακοίνωση της Επιτροπής προτίθεται να προσδιορίσει ένα πλαίσιο κοινοτικής δράσης που αποβλέπει στη διευκόλυνση της διάδοσης της οικονομικής συμμετοχής σύμφωνα με την αρχή της μέγιστης δυνατής αύξησης του αριθμού των εργαζομένων που συμμετέχουν, τόσο στο εσωτερικό κάθε επιχείρησης όσο και στο εσωτερικό του συνολικού παραγωγικού συστήματος, μέσω της ενεργούς συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων.

Ο προσδιορισμός του γενικού αυτού πλαισίου διαρθρώνεται σε τρία σημεία.

Προσδιορισμός των γενικών αρχών σχετικά με την οικονομική συμμετοχή προκειμένου να υπάρξει κοινός προσανατολισμός για τις πολιτικές των κρατών μελών και για τις πρωτοβουλίες των κοινωνικών εταίρων.

Εξακρίβωση των κυριότερων διακρατικών εμποδίων που καθιστούν σήμερα δύσκολη την υιοθέτηση πρωτοβουλιών οικονομικής συμμετοχής σε ευρωπαϊκή ή τουλάχιστον πολυεθνική κλίμακα καθώς και πρόβλεψη των κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπιση των εμποδίων αυτών.

Επισήμανση των μέσων για την διευκόλυνση της μεγαλύτερης διάδοσης της οικονομικής συμμετοχής, με την προώθηση ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών και την υλοποίηση ερευνητικής δραστηριότητας και μελετών σχετικά με τη θεματική αυτή.

Όσον αφορά τις γενικές αρχές της οικονομικής συμμετοχής, η Επιτροπή, βάσει των εμπειριών που έχουν συσσωρευτεί στις κυριότερες χώρες και των αναλύσεων και των προβληματισμών που έχουν προωθηθεί, προσδιόρισε ένα πυρήνα θεμελιωδών στοιχείων, που αναφέρονται στη συνέχεια και για τους οποίους προκύπτει μια γενική συμφωνία.

Εθελοντικός χαρακτήρας της υιοθέτησης των καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους επιμέρους εργαζομένους.

Πρόσβαση όλων των εργαζομένων στα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής χωρίς διακρίσεις, με σεβασμό ωστόσο των επιμέρους διαφορετικών συνθηκών λειτουργίας ανάλογα με τα διάφορα συμφέροντα και τις απαιτήσεις των διαφόρων κατηγοριών.

Σαφήνεια και διαφάνεια των καθεστώτων συμμετοχής, τόσο στη φάση του προσδιορισμού των καθεστώτων συμμετοχής, που θα πρέπει να προβλέπουν κατάλληλες διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους, όσο και κατά τη διαχείρισή τους, με την υιοθέτηση προκαθορισμένων μορφών οικονομικής συμμετοχής στα αποτελέσματα της επιχείρησης.

Τακτικότητα των καθεστώτων συμμετοχής που δεν θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν παροδικά φαινόμενα αλλά να χαρακτηρίζουν με σταθερό τρόπο τις σχέσεις μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένων.

Περιορισμό των κινδύνων για τους εργαζομένους, που είναι πιο εκτεθειμένοι στους κινδύνους απ' ότι οι άλλοι επενδυτές.

Συμπληρωματικότητα και όχι αντικατάσταση μεταξύ ημερομισθίων και μισθών αφενός, και εισοδήματος που προέρχεται από τα συστήματα οικονομικής συμμετοχής αφετέρου.

Συμβατότητα των καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής με την κινητικότητα των εργαζομένων, αποφεύγοντας έτσι την δημιουργία εμποδίων ή την αποθάρρυνση της κινητικότητας και της ευελιξίας τους.

Όσον αφορά το πρόβλημα των διακρατικών εμποδίων στην διάδοση της οικονομικής συμμετοχής σε ευρωπαϊκή κλίμακα, η Επιτροπή κρίνει μη εφαρμόσιμη την εναρμόνιση των κανόνων στα θέματα της οικονομικής συμμετοχής, που αποβλέπει να περιορίσει τα αρνητικά αποτελέσματα από τις διαφορές των φορολογικών συστημάτων, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και του νομικού πλαισίου. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί είναι η διευκόλυνση των επιχειρήσεων και η υιοθέτηση καθεστώτων συμμετοχής σε ευρωπαϊκή κλίμακα, μέσω της ώθησης των κρατών μελών να υλοποιήσουν μορφές συντονισμού και συμφωνίας στις γενικές αρχές καθώς και διάδοσης της αμοιβαίας αναγνώρισης των διαφόρων καθεστώτων συμμετοχής. Επιπλέον η Επιτροπή κρίνει επωφελή την επαλήθευση της δυνατότητας να καταρτισθεί ένα ή περισσότερα ευρωπαϊκά καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής, που θα προσαρμόζονται στα διάφορα εθνικά πλαίσια.

Στα πλαίσια αυτά η Επιτροπή προσδιορίζει κατά πρώτο λόγο μια πιο εντατική ανταλλαγή εμπειριών ως τον χρήσιμο τρόπο για την αντιμετώπιση των εμποδίων κυρίως πολιτιστικού χαρακτήρα.

Όσον αφορά τους άλλους τύπους εμποδίων, η Επιτροπή κρίνει αντιθέτως αναγκαία την προδιάθεση ειδικών μέτρων. Ως προς αυτό υπογραμμίζεται η ανάγκη να ξεπερασθεί το πρόβλημα της διπλής φορολόγησης, ή μέσω ερμηνείας των συμφωνιών που ισχύουν ήδη στα πλαίσια του ΟΟΣΑ ή, στην περίπτωση που αυτές αποδειχθούν ανεπαρκείς, προχωρώντας στην ολοκλήρωσή τους με παράλληλη προσαρμογή τους στις ειδικές απαιτήσεις των χωρών της Ένωσης.

Γενικότερα, η Επιτροπή συγκρότησε ομάδα εργασίας που επιφορτίστηκε να διατυπώσει ειδικές προτάσεις επίλυσης για κάθε τύπο διακρατικών εμποδίων στα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής.

Όσον αφορά το στόχο της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της οικονομικής συμμετοχής, η Επιτροπή κρίνει επωφελές το να συμβάλει στην δημιουργία ευνοϊκού περίγυρου μέσω πρωτοβουλιών που αποβλέπουν στην :

ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών, μέσω συγκριτικής ανάλυσης των πολιτικών και της πρακτικής κάθε κράτους

ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου για την οικονομική συμμετοχή, με ενθάρρυνση των πρωτοβουλιών εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων

μελέτη της δυνατότητας πειραματισμού μορφών οικονομικής συμμετοχής και στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καθώς και στον δημόσιο και μη κερδοσκοπικό τομέα

βελτίωση της ενημέρωσης μέσω της προώθησης των ερευνών και των μελετών που αποβλέπουν ειδικότερα στην συστηματική συλλογή στοιχείων για τη χρήση και τη διάδοση των καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής και την εμβάθυνση των αναλύσεων σε μικροοικονομικό επίπεδο της οικονομικής συμμετοχής στα πλαίσια των στρατηγικών και οικονομικών πολιτικών των επιχειρήσεων και των εργασιακών σχέσεων

ενθάρρυνση της συγκρότησης δικτύων ευρωπαϊκής διάστασης που θα επιτρέψουν να καταστεί διαρκής η δραστηριότητα ανταλλαγής πληροφοριών, εμβάθυνσης και μελέτης

Η Επιτροπή προβλέπει την υποστήριξη των πρωτοβουλιών αυτών και σε οικονομικό πεδίο μέσω της ενεργοποίησης κοινοτικών διαύλων χρηματοδότησης.

Γενικές παρατηρήσεις

Η οικονομική συμμετοχή των εργαζομένων είναι συνεπής με την πρόσφατη εξέλιξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, στο εσωτερικό της οποίας μπορεί να έχει θετική λειτουργία ως προς την δημιουργία αξίας μέσω βελτιώσεων, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, την ευελιξία, τη σύνδεση των εργαζομένων με τους στόχους της επιχείρησης και διαχείριση που θα σέβεται τον κοινωνικό διάλογο για την ανάπτυξη και την ενίσχυση της συνοχής.

Διάφοροι παράγοντες, που συνδέονται με τις αλλαγές στις διαδικασίες διάθεσης του κεφαλαίου και οργάνωσης των παραγωγικών συντελεστών, έχουν ως αποτέλεσμα πράγματι την αυξανόμενη σημασία του ανθρώπινου κεφαλαίου ευνοώντας έτσι προοδευτικά πιο έντονες μορφές συμμετοχής των εργαζομένων στην λειτουργία της επιχείρησης. Αυτή η μεγαλύτερη σύνδεση συνοδεύεται από παράλληλη αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στα οικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης.

Στις περισσότερες από τις κυριότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συμμετοχή αυτή συντελείται κατά κύριο λόγο σε ατομική κλίμακα μέσω επέκτασης των μεταβλητών στοιχείων των αμοιβών όπως τα βραβεία απόδοσης και η πρόβλεψη προγραμμάτων με δικαίωμα επιλογής σε μετοχές για μεμονωμένους εργαζομένους ή για περιορισμένες κατηγορίες αυτών (κυρίως τις πιο εξειδικευμένες κατηγορίες).

Λιγότερο αναπτυγμένες και ανομοιογενείς μεταξύ κρατών μελών πέραν της εμπειρίας των ανώνυμων εταιρειών των εργαζομένων, είναι αντιθέτως οι μορφές οικονομικής συμμετοχής που απευθύνονται στο σύνολο ή σε ευρύτερες κατηγορίες εργαζομένων.

Ωστόσο, οι γενικευμένες μορφές οικονομικής συμμετοχής είναι αυτές που μπορούν να αποφέρουν περισσότερα οφέλη στο σύστημα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, συμβάλλοντας στο να καταστούν οι εργασιακές σχέσεις λιγότερο συγκρουσιακές και παράλληλα πιο λειτουργικές ως προς την επίτευξη του στόχου, που είχε τεθεί στη διάσκεψη κορυφής της Λισσαβώνας τον Μάρτιο 2002, να καταστεί η ευρωπαϊκή οικονομία «η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». [footnote1: Βλ. σημείο 1.5 των Συμπερασμάτων της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας (23-24.3.2000) ]

Η οικονομική συμμετοχή μπορεί να αντιπροσωπεύσει πράγματι μια αποτελεσματική μορφή αξιοποίησης των επενδύσεων σε γνώση και επαγγελματικές ικανότητες τόσο εκ μέρους των επιχειρήσεων όσο και εκ μέρους των εργαζομένων, αυξάνοντας έτσι την αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Επισημάνθηκε [footnote2: Βλ. ιδιαίτερα την έκθεση του Ιδρύματος του Δουβλίνου «Απόκτηση μετοχών εκ μέρους των μισθωτών και συμμετοχή στα κέρδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση», 2001] ότι υφίσταται θετική σχέση μεταξύ της υιοθέτησης μορφών οικονομικής συμμετοχής και των επενδύσεων σε επαγγελματική επιμόρφωση. Οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, που απαιτούν τη συμβολή τόσο της επιχείρησης όσο και των εργαζομένων, ευνοούνται πράγματι από τις πιο μακροχρόνιες σχέσεις και από το γεγονός ότι οι στόχοι της επιχείρησης είναι περισσότερο αποδεκτοί λόγω του καθεστώτος της οικονομικής συμμετοχής.

Επίσης η οικονομική συμμετοχή συμβάλλει σε μεγαλύτερη διαφάνεια των επιχειρήσεων. Η υλοποίηση των προγραμμάτων οικονομικής συμμετοχής από τη μια πλευρά, πράγματι, απαιτεί να καταστούν οι επιχειρήσεις «ανοιχτές» ως προς την ενημέρωση προκειμένου να προσδιοριστούν και ελεγχθούν οι δείκτες αποδοτικότητας με τους οποίους συνδέεται η οικονομική συμμετοχή. Από την άλλη, ωθεί τις ίδιες τις επιχειρήσεις να εντείνουν και να βελτιώσουν την επικοινωνία με τους εργαζομένους όσον αφορά τη στρατηγική και τα αποτελέσματα, προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική αυτή η εμπλοκή των εργαζομένων στη ζωή της επιχείρησης που προτείνεται με την οικονομική συμμετοχή.

Προκύπτει σχετικώς μεγαλύτερη διαφάνεια των επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται για την οικονομική συμμετοχή και κυρίως αύξηση της διάθεσής τους για διαφάνεια, που ειδικότερα για τις επιχειρήσεις που δεν είναι εισαγμένες στο χρηματιστήριο, μπορεί να εκφραστεί θετικά στις σχέσεις με την αγορά των αγαθών και κυρίως των κεφαλαίων.

Λαμβάνοντας υπόψη την σπουδαιότητα που μπορεί να έχει η οικονομική συμμετοχή για την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την αύξηση της διαφάνειας και της ικανότητας επικοινωνίας των επιχειρήσεων είναι σκόπιμο να ευνοηθεί η επέκτασή της στο σύνολο του οικονομικού συστήματος στις ευρωπαϊκές χώρες, αναπτύσσοντας επίσης ειδικές μορφές οικονομικής συμμετοχής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στο δημόσιο τομέα και στο μη κερδοσκοπικό τομέα, που αποτελούν σημαντικούς παράγοντες του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος.

Γενικές αρχές

Ο προσδιορισμός κοινών αρχών για τα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής αποτελεί την αφετηρία για τον προσδιορισμό της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο αυτό. Οι γενικές αρχές αποτελούν τα θεμελιώδη στοιχεία για το χαρακτηρισμό της οικονομικής συμμετοχής στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι θα διαθέτει χαρακτηριστικά που είναι συνεπή με τους στόχους για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, της ποιότητας της εργασίας και την αύξηση της κοινωνικής συνοχής, αρχές επί των οποίων στηρίζεται η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επικυρώθηκε στη διάσκεψη κορυφής της Λισσαβώνας.

Οι αρχές αυτές δεν πρέπει να οδηγήσουν στον προσδιορισμό ενός ενιαίου και άτεγκτου προτύπου συμμετοχής αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για την διερεύνηση μιας κοινής πορείας των πρωτοβουλιών των κρατών μελών και των κοινωνικών εταίρων, μέσω ευέλικτων μορφών ικανών να προσαρμόζονται στις εθνικές ιδιομορφίες και στα οικονομικά πλαίσια στα οποία υλοποιούνται.

Οι γενικές αρχές που έχουν προσδιοριστεί από την Επιτροπή αποτελούν επωφελή συμβολή προς το σκοπό αυτό. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ειδικότερα τη σημασία που έχει το να διασφαλίσουν τα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής την αρχή του εθελοντικού χαρακτήρα, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους επιμέρους εργαζομένους, την αρχή της καταπολέμησης των διακρίσεων μεταξύ των εργαζομένων, την αρχή της διαφάνειας και της σαφήνειας των καθεστώτων συμμετοχής, με την ευρύτερη δυνατή διαβούλευση των εργαζομένων, και την αρχή του μη πρόσκαιρου χαρακτήρα. Τα καθεστώτα αυτά δεν πρέπει να υποκαθιστούν την κανονική αμοιβή προκειμένου να αποφεύγονται οι υπερβολικοί κίνδυνοι των συστημάτων οικονομικής συμμετοχής.

Μια άλλη σημαντική αρχή που χρειάζεται ωστόσο μεγαλύτερη εμβάθυνση είναι η αρχή βάσει της οποίας η οικονομική συμμετοχή δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την κινητικότητα των εργαζομένων. Πράγματι η αρχή αυτή συμβιβάζεται με το στόχο για την ενθάρρυνση της «αφοσίωσης» των εργαζομένων στην επιχείρηση που προβλέπεται διαρθρωτικώς από τα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής. Αυτό το είδος συμβιβασμού αποκτά ειδική σημασία στο φως της αυξανόμενης διάδοσης, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεχώς πιο ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ τα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής πρέπει να λάβουν επίσης δεόντως υπόψη και τα ειδικά προβλήματα των εργαζομένων που λόγω της εργασίας τους μετακινούνται περισσότερο.

Σε σχέση πάντοτε με τις γενικές αρχές των καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής, κρίνεται ουσιαστική η σημασία των συλλογικών συμβάσεων για την διάδοση των καθεστώτων αυτών. Η ανάπτυξη της οικονομικής συμμετοχής μπορεί πράγματι να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Μία άλλη παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι οι αρχές που προσδιορίστηκαν από την Επιτροπή δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών οικονομικής συμμετοχής. Στην πραγματικότητα στις δύο κυριότερες μορφές οικονομικής συμμετοχής, που αντιπροσωπεύονται από την συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο και τη συμμετοχή στα αποτελέσματα, μπορούν να αντιστοιχούν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά όχι μόνο κατά την συγκεκριμένη εφαρμογή των καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής αλλά επίσης και ως προς τους στόχους που αυτά θέτουν και τις συνθήκες εφαρμογής τους.

Η συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μορφή συμμετοχής δεδομένου ότι επιφέρει μια πιο ισχυρή και μακρόχρονη σύνδεση μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένων, στο βαθμό που τους ενσωματώνει διαρθρωτικά στη ζωή της επιχείρησης. Στην μεγαλύτερη αυτή συμμετοχή αντιστοιχεί ωστόσο μια μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνου εκ μέρους των εργαζομένων, που συνδέεται με τις ενδεχόμενες διακυμάνσεις της μελλοντικής αξίας των μετοχών.

Από την άλλη πλευρά, οι διάφορες μορφές συμμετοχής στα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται περισσότερο σε καταστάσεις διαφορετικές από αυτές των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς επιτρέπουν να χρησιμοποιηθούν ευέλικτα και προσαρμόσιμα μέσα στα διάφορα θεσμικά πλαίσια στα οποία μπορεί να επιτευχθεί η οικονομική συμμετοχή.

Στο φως της διαφοροποίησης αυτής η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι σκόπιμο, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις μορφές συμμετοχής στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων να ληφθεί επίσης υπόψη η συμβολή που τα συστήματα οικονομικής συμμετοχής μπορούν να έχουν στη διακυβέρνηση της επιχείρησης.

Οι εργαζόμενοι που είναι μέτοχοι μπορούν πράγματι να συμβάλουν στη βελτίωση της διακυβέρνησης των επιχειρήσεων στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν ένα είδος επενδυτών που ενδιαφέρονται για τη μακροπρόθεσμη απόδοση της εταιρίας, έναντι της επικρατούσας βραχυπρόθεσμης προοπτικής που χαρακτηρίζει τους επενδυτές της αγοράς.

Οι εργαζόμενοι μέτοχοι, συμμετέχοντας ενεργώς στην ζωή της εταιρείας και χρησιμοποιώντας τα μέσα που παρέχονται από το δίκαιο των επιχειρήσεων (και κατά πρώτο λόγο τη συνέλευση των μετόχων, αλλά επίσης και τις άλλες μορφές δραστηριοποίησης των μετόχων) μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην επίτευξη της λειτουργίας παρακολούθησης του τρόπου διαχείρισης της εταιρείας, λειτουργία της οποίας η κεντρική σημασία είναι όλο και πιο αισθητή σε σχέση επίσης με το στόχο της διασφάλισης μεγαλύτερης συνοχής μεταξύ της καθοδήγησης της εταιρείας και του συμφέροντος όλων των μετόχων.

Ωστόσο φαίνεται σκόπιμο να υποδειχθεί ότι μεταξύ των αρχών αυτών θα πρέπει να ενσωματωθεί και η αρχή της αξιοποίησης της συμβολής των εργαζομένων μετόχων στη διακυβέρνηση των εταιρειών («corporate governance») που θεσπίζουν καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής διευκολύνοντας την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων στη ζωή της επιχείρησης, με μορφές και τρόπους που συμβιβάζονται με το πρότυπο της επιχείρησης και με τα μέσα συμμετοχής που έχουν υιοθετηθεί. Στα πλαίσια αυτά είναι σκόπιμο να ενθαρρυνθούν επίσης οι μορφές συλλογικής συμμετοχής μέσω τύπων οργάνωσης που επιλέγονται ελεύθερα, είτε υπό μορφή συνεταιρισμών, είτε ιδρυμάτων, είτε κοινοπραξιών.

Γενικότερα, η μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων, που προτείνεται μέσω της ανάπτυξης καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής, απαιτεί μια συνεχώς μεγαλύτερη δέσμευση για τη διασφάλιση καλύτερης ποιότητας των συστημάτων διακυβέρνησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, με αύξηση του βαθμού προστασίας των δικαιωμάτων όλων των μετόχων μειοψηφίας και ενίσχυση των μέσων επιχειρηματικής δημοκρατίας. Η συμμετοχή των εργαζομένων ευνοεί την πραγματική συσσώρευση κεφαλαίων προς όφελός τους. Σχετικά κρίνεται ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο διακυβέρνησης των επιχειρήσεων με τον ειδικό στόχο εξακρίβωσης των μέσων για την επίτευξη καλύτερης ισορροπίας στα συστήματα παροχής κινήτρων και ελέγχου που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιοκτησίας και ελέγχου στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Διακρατικά εμπόδια

Οι διαφορές μεταξύ φορολογικών καθεστώτων, όσον αφορά τις κοινωνικές εισφορές, το γενικότερο νομικό πλαίσιο καθώς και τον πολιτιστικό περίγυρο κυρίως στο εσωτερικό του συστήματος εργασιακών σχέσεων μπορεί να αποτελέσουν σοβαρό εμπόδιο για τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να καταρτίσουν και να εφαρμόσουν καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής που δεσμεύουν εργαζόμενους διαφόρων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής προσδιορίζει με ακρίβεια τις πτυχές αυτές και σκιαγραφεί ορισμένες ενδεχόμενες κατευθύνσεις δράσης για την άρση των κυριότερων εμποδίων.

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι θα ήταν ανεφάρμοστη μια πρωτοβουλία της Επιτροπής που θα αποβλέπει στην εναρμόνιση των κανόνων στα θέματα των καθεστώτων οικονομικής συμμετοχής, που μπορεί να παρεμποδίσει την αναγκαία ευελιξία και διάρθρωση των εθνικών πολιτικών και για την οποία δεν υπάρχουν ίσως επαρκείς νομικές βάσεις.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η ενίσχυση κυρίως της επιδίωξης πιο στενού συντονισμού των σημερινών πρακτικών μέσω κατάρτισης προσανατολισμών και συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων επί των γενικών αρχών και του προσδιορισμού των μέτρων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την αμοιβαία αναγνώριση.

Υπογραμμίζεται επίσης ότι ο πιο αποτελεσματικός δρόμος για την εξάλειψη των διακρατικών εμποδίων είναι ο προσδιορισμός γενικών αρχών για τα καθεστώτα οικονομικής συμμετοχής που προσαρμόζονται στα διαφορετικά εθνικά πλαίσια και διευκολύνουν την μεταβιβασιμότητά τους σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Ένα σημαντικό σκέλος στα πλαίσια αυτά είναι ο προσδιορισμός μιας κοινής μεταχείρισης όσον αφορά την προσφορά μετοχών ή επιλογών στους εργαζομένους προβλέποντας την εξαίρεσή τους από τις υποχρεώσεις δημοσίευσης της αναγγελίας ξεπερνώντας έτσι τις σχετικές σημερινές διαφορές.

Υπενθυμίζεται σχετικά η γνωμοδότηση που καταρτίστηκε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση» [footnote3: Βλ. γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ στην ΕΕ C 80 της 3.4.2002 με εισηγητή τον κ. LEVITT.], στην οποία αναφέρεται ότι η πρόταση αυτή περιορίζει χωρίς λόγο το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων προβλέποντας π.χ. την εξαίρεση των προσφορών δικαιωμάτων και των προσφορών επιλογής μετοχών στο προσωπικό.

Κατά τη θέσπιση γενικών αρχών για τα συστήματα της οικονομικής συμμετοχής επιβάλλεται να υπάρξει προσοχή ώστε να μην υπάρξει έμμεση παρέμβαση στις αρμοδιότητες των κρατών μελών.

Προς μια καλύτερη διάδοση της οικονομικής συμμετοχής

Η δυνατότητα διάδοσης των εμπειριών οικονομικής συμμετοχής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη ευνοϊκού περιβάλλοντος, τόσο στο νομικό όσο και στο φορολογικό επίπεδο καθώς και στο επίπεδο του πολιτισμού και των πρακτικών εργασιακών σχέσεων.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κρίνει ότι το πλαίσιο των πρωτοβουλιών που προβλέπονται από την Επιτροπή είναι προς το παρόν κατάλληλο από την άποψη του στόχου της διευκόλυνσης της διάδοσης της οικονομικής συμμετοχής. Μεταξύ των θεμάτων που θα πρέπει να εξεταστούν περισσότερο κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθεί επίσης το ζήτημα των προβληματικών της οικονομικής συμμετοχής στις επιχειρήσεις που δεν είναι ενταγμένες σε ρυθμιζόμενες αγορές. Για τις επιχειρήσεις αυτές πράγματι τίθενται ειδικά προβλήματα όσον αφορά την ποιότητα και τον έγκαιρο χαρακτήρα της οικονομικής ενημέρωσης. Επιπλέον στην περίπτωση συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο, στις εταιρείες που δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο, χρειάζεται να προχωρήσει περισσότερο η ανάλυση των συνθηκών και των μέσων σε σχέση με τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών και την δυνατότητα μεταβίβασής τους, λόγω έλλειψης μιας αγοράς όπου συνεχώς διαμορφώνεται η τιμή των μετοχών και η οποία να προσφέρει μια διέξοδο για την πώλησή τους.

Το θέμα της οικονομικής συμμετοχής στις επιχειρήσεις που δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο αποκτά ειδική σημασία εάν θέλουμε η συμμετοχή αυτή να καταστεί διαρθρωτικό χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών οικονομικών συστημάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι εταιρείες που δεν έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά αντιπροσωπεύουν ένα πολύ περιορισμένο τμήμα των οικονομικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται σ' αυτές. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι ειδικότητες τριών διαφορετικών τομέων: μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και δημόσιος τομέας.

Λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές δυσκολίες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν σημαντική συνιστώσα του ευρωπαϊκού παραγωγικού τομέα, να εισάγουν μορφές οικονομικής συμμετοχής, κρίνεται σκόπιμο να γίνει εμπεριστατωμένη εξέταση του τομέα αυτού. Το Ίδρυμα του Δουβλίνου προετοιμάζει σχετική έρευνα της οποίας θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν τα αποτελέσματα, στα πλαίσια μιας πιο γενικής προσπάθειας διάδοσης των γνώσεων, τόσο όσον αφορά τα εμπόδια, όσο και τις πιο κατάλληλες μορφές συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η εμπειρία των συνεταιριστικών ΜΜΕ ή των μικρών ανώνυμων εταιρειών των εργαζομένων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πλαίσιο αναφοράς.

Όσον αφορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις το πρώτο πρόβλημα που τίθεται είναι αυτό της διασφάλισης κατάλληλης διαφάνειας των αποτελεσμάτων και των οικονομικών και εισοδηματικών προοπτικών. Στο πλαίσιο αυτό η πρόβλεψη ειδικών μέτρων οικονομικής συμμετοχής θα πρέπει να συνοδεύει και να συμβάλει στο άνοιγμα των επιχειρήσεων αυτών από την άποψη των πληροφοριών.

Επιπλέον η οικονομική συμμετοχή στις επιχειρήσεις αυτές μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό εξωτερικών χρηματοδοτήσεων προκειμένου να επιταχυνθεί η αύξηση των διαστάσεων, κυρίως στις επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα επαγγελματικότητας των εργαζομένων και οι οποίες δρουν σε άκρως καινοτόμους τομείς. Ο προσδιορισμός προγραμμάτων οικονομικής συμμετοχής στις επιχειρήσεις αυτές, κυρίως στις μορφές συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο, μπορεί πράγματι να έχει σημαντική αξία «ενδείξεως» των δυνατοτήτων ανάπτυξης της επιχείρησης έναντι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η ένδειξη αυτή μπορεί να συμβάλει στην άρση της διαρθρωτικής δυσπιστίας των εξωτερικών χρηματοδοτών έναντι των νέων επιχειρήσεων ή των επιχειρήσεων μικρών διαστάσεων. Πράγματι, από τη μια πλευρά οι εργαζόμενοι, ως ευρισκόμενοι εντός της επιχείρησης, μπορούν να διαθέτουν καλύτερες πληροφορίες για τις δυνατότητες αύξησης που διαθέτει, από την άλλη πλευρά αυτές οι δυνατότητες ενισχύονται από τη συμβολή που προκύπτει από την συμμετοχή των εργαζομένων στα αποτελέσματα της επιχείρησης.

Για τις επιχειρήσεις μικρών και μεσαίων διαστάσεων θα πρέπει επίσης να εξεταστεί η δυνατότητα μελέτης μορφών οικονομικής συμμετοχής στο επίπεδο του ομίλου επιχειρήσεων, κυρίως όταν αυτές λειτουργούν στο εσωτερικό βιομηχανικών περιοχών.

Τέλος, η οικονομική συμμετοχή μπορεί να συμβάλει στην διασφάλιση της επιβίωσης των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, επειδή οι υπάλληλοί τους είναι και κάτοχοι των μετοχών της. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά και να προωθηθούν οι υφιστάμενες ορθές πρακτικές στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τα ταμεία των παραγωγικών τομέων και μεταξύ των επιχειρήσεων.

Όσον αφορά την οικονομική συμμετοχή στις μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα υπογραμμίζεται προκαταρκτικά ότι η νομική φύση των επιχειρήσεων που δρουν στους τομείς αυτούς δεν επιτρέπει γενικώς την οικονομική συμμετοχή με τη μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο. Συνεπώς κατά κύριο λόγο θα πρέπει να επιδειχθεί προσοχή στις μορφές συμμετοχής στα αποτελέσματα. Αλλά και ως προς αυτό είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι ειδικές πλευρές αυτών των επιχειρήσεων των οποίων τα αποτελέσματα μπορούν να αντιπροσωπευτούν κυρίως όσον αφορά την ποσότητα και την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών. Υφίστανται σχετικά ορισμένες ενδιαφέρουσες εμπειρίες για παράδειγμα στο δημόσιο τομέα στην Ιρλανδία, που θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά. Στην ιρλανδική εμπειρία χαρακτηριστική είναι η σύσταση ενός ταμείου με τα ποσά που προορίζονται για τις αποκεντρωμένες συλλογικές διαπραγματεύσεις τα οποία διανέμονται σε εργαζομένους του δημόσιου τομέα σε συνάρτηση με την επίτευξη ορισμένων στόχων, που προσδιορίζονται ανά ομοιογενείς τομείς δραστηριοτήτων, και σύμφωνα με την παροχή των υπηρεσιών.

Στις υπηρεσίες εκείνες στις οποίες η ανεξαρτησία των δημόσιων λειτουργών έχει ιδιαίτερη σημασία (αστυνομικές και φορολογικές αρχές, δικαιοσύνη κλπ.) η καθιέρωση μισθολογικών στοιχείων που συνδέονται άμεσα με την απόδοση πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και μάλιστα η καθιέρωση οιασδήποτε μορφής συμμετοχής στα κέρδη να αποφασίζεται με εξαιρετική περίσκεψη. Η ανεξαρτησία των τομέων αυτών πρέπει να διασφαλίζεται οπωσδήποτε με κατάλληλες (σταθερές) αποδοχές.

Συμπεράσματα

Η ανακοίνωση της Επιτροπής αποτελεί σημαντική συνεισφορά για την εκ νέου ανάληψη της κοινοτικής πρωτοβουλίας όσον αφορά την οικονομική συμμετοχή και προκειμένου να παρακινήσει τα κράτη μέλη και τις κοινωνικές δυνάμεις να αναλάβουν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που ευνοούν τη διάδοσή της. Στα πλαίσια αυτά είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι γενικές αρχές που παρέχουν τις κατευθυντήριες γραμμές της κοινοτικής στρατηγικής, τηρώντας πάντοτε την απαραίτητη ευελιξία στις μορφές εφαρμογής της.

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η οικονομική συμμετοχή είναι συνεπής με τους στόχους της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής ανάπτυξης που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση και για το λόγο αυτό θεωρεί σκόπιμο να ενταθούν οι προσπάθειες για την προαγωγή αυτού του μέσου τόσο με την προσεκτική εξέταση όσων είναι ήδη γνωστών όσο και με την επισήμανση των υφιστάμενων εμποδίων. Οι προσπάθειες αυτές δεν θα πρέπει εξάλλου να περιοριστούν στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις αλλά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι συγκεκριμένες ανάγκες των άλλων τομέων, όπως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο τομέας των μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων και ο δημόσιος τομέας, που εκπροσωπούν σημαντική συνιστώσα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι με τη γνωμοδότηση αυτή συνέβαλε στη διευκρίνιση της επισήμανσης των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της οικονομικής συμμετοχής στις διάφορες μορφές εφαρμογής της και στα διάφορα πλαίσια εντός των οποίων μπορεί να υλοποιηθεί.

Υπογραμμίζεται ότι η οικονομική συμμετοχή πρέπει να εξετασθεί στο εσωτερικό του σημερινού συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης («corporate governance») των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και με βάση την δυνατότητα συνεισφοράς της στην βελτίωση της αύξησης και της μεγαλύτερης διαφάνειας στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Σχετικά, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό μορφών οικονομικής συμμετοχής που να ευνοούν την μεγαλύτερη αποδοχή των στόχων της επιχείρησης και να ενισχύουν τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο που αποτελούν σημαντικά στοιχεία για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας.


Βρυξέλλες, 6 Φεβρουαρίου 2003

Ο Πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και
Κοινωνικής Επιτροπής
Ο Γενικός Γραμματέας
της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και
Κοινωνικής Επιτροπής







Roger BRIESCH
Patrick VENTURINI



__________________